- προσφθείρομαι
- Α1. συναντώ κάποιον σε κακή στιγμή («θεούσῃ νηΐ προσφθαρείς», Αιλ.)2. κάνω γνωριμία με κάποιον σε κακή περίσταση («ἀλλοτρίων ἐκ πότου τινὸς προσφθαρέντων», Πλούτ.)3. (σπαν. το ενεργ.) προσφθείρωμολύνω, μιαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.